πώματα

πώματα
πώ̱ματα , πῶμα 1
lid
neut nom/voc/acc pl
πώ̱ματα , πῶμα 2
drink
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυτιλήνης — Η αρχαιολογική συλλογή του Μουσείου Μυτιλήνης στεγάζεται σε δύο κτίρια. Το παλαιότερο (Αργύρη Εφταλιώτη 7 & 8ης Νοεμβρίου) στεγάζει ευρήματα από τα προϊστορικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ στο νεότερο (8ης Νοεμβρίου) παρουσιάζονται ευρήματα των… …   Dictionary of Greek

  • питие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (πότος) 1) пир, пиршество; 2) (πότος, πώματα) питье; 3)… …   Словарь церковнославянского языка

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… …   Dictionary of Greek

  • εκπωματιστήρας — ο σπειροειδές εργαλείο σαν τρυπάνι που μπήγεται στα πώματα από φελλό και βοηθά στον αποπωματισμό, το τιρμπουσόν …   Dictionary of Greek

  • μικροβιολογία — Η επιστήμη που μελετά τους βιολογικούς και ανοσοβιολογικούς χαρακτήρες των βακτηριδίων. Η ύπαρξη πολύ μικρών οργανισμών, ικανών να προκαλέσουν και να μεταδώσουν λοιμώδη νοσήματα στον άνθρωπο, στα ζώα και στα φυτά, άρχισε να απασχολεί τον 16o… …   Dictionary of Greek

  • πώμα — (I) το / πῶμα, πώματος, ΝΑ κάλυμμα, σκέπασμα, τάπα, καπάκι (α. «βάλε το πώμα στο μπουκάλι γιατί θα εξατμιστεί το οινόπνευμα» β. «ὡς εἴ τε φαρέτρη πῶμ ἐπιθείη», Ομ. Οδ.) αρχ. τάφος, μνήμα («εἶδε δὲ τέκνου πώματι λαϊνέῳ σῶμα κατισχόμενον», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • θερμοφόρα — Συσκευή τοπικής εφαρμογής ξηράς θερμότητας, που αποτελείται από μία ελαστική φιάλη με ζεστό νερό και βιδωτά πώματα και η οποία χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς. Η χρήση των θ. στηρίζεται στην αναλγητική επίγραση της θερμότητας …   Dictionary of Greek

  • Κάνωπος ή Κάνωβος — Αρχαία πόλη της Αιγύπτου (ΒΑ της Αλεξάνδρειας), τα ερείπια της οποίας βρίσκονται κοντά στο Αμπουκίρ. Ήταν κυρίως γνωστή ως τόπος διαμονής των πλούσιων Αιγυπτίων και ως τόπος προσκυνήματος στον τοπικό ναό και μαντείο του Σέραπη. Με την Αλεξάνδρεια …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ιθάκης — Ό,τι κι αν έχετε ακούσει για τον Όμηρο και για τον πολυμήχανο ήρωα της Οδύσσειας, εδώ, στο μικρό αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας του νησιού Βαθύ, θα βρεθείτε ενώπιον των ευρημάτων που για πολλούς ερευνητές αποδεικνύουν την ταύτιση του νησιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”